- ζαχαρώνω
- 1. μετ. посыпать сахаром, подслащивать;2) засахаривать; 3) ухаживать, флиртовать; 2. αμετ. засахариваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαχαρώνω — ζαχαρώνω, ζαχάρωσα, ζαχαρωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζαχαρώνω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (ζαχαρώνομαι), η οποία δε συνηθίζεται. Το ρ. σημαίνει κυρίως → (για μέλι ή φρούτο κτλ.) εμφανίζω κρυστάλλους ζάχαρης / ερωτοτροπώ. Με την… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… … Dictionary of Greek
ζαχαρώνω — ζαχάρωσα, ζαχαρωμένος 1. αμτβ., ζαχαριάζω: Το μέλι ζαχάρωσε. 2. μου αρέσει κάτι υπερβολικά: Ζαχαρώνει τα σπορ αυτοκίνητα. 3. ερωτοτροπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχάρωμα — το [ζαχαρώνω] 1. το αποτέλεσμα τού ζαχαρώνω, το κρυστάλλωμα τής ζάχαρης που περιέχεται σε καρπούς ή σε γλυκίσματα 2. μτφ. ερωτικές διαχύσεις, θωπείες … Dictionary of Greek
αζαχάρωτος — η, ο [ζαχαρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει διόλου ή δεν περιέχει αρκετή ποσότητα ζάχαρης, ο άγλυκος 2. (για γλυκά με σιρόπι) που δεν ζαχάρωσε, που δεν τού έπηξε η ζάχαρη 3. που δεν πασπαλίστηκε με ζάχαρη 4. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζαχαρωτός — ή, ό 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο 3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… … Dictionary of Greek
κομφιτούρ — το γλύκισμα, γλυκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confiture < ρ. confire «ζαχαρώνω φρούτα, κάνω γλυκά» (< λατ. conficio «παρασκευάζω»)] … Dictionary of Greek
μοιχώ — μοιχῶ, άω (ΑΜ [μοιχός] 1. μοιχεύω 2. είμαι άπιστος προς τον θεό, απιστώ αρχ. 1. ερωτοτροπώ, έχω τρυφερότητες, «ζαχαρώνω» ή, κατ άλλους, σφετερίζομαι την εξουσία κάποιου με δόλιο και πανούργο τρόπο («Κόνωνι δὲ εἶπεν ότι παύσει αὐτὸν μοιχῶντα τὴν… … Dictionary of Greek
σακχαρώ — όω, Ν (λόγιος τ.) ζαχαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Ο τ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek